-
1 υποθήκη
ὑ̱ποθήκη, ὑποθέωmake a secret attack: plup ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑ̱ποθήκη, ὑποθέωmake a secret attack: plup ind act 1st sgὑποθήκηsuggestion: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὑ̱ποθήκῃ, ὑποθέωmake a secret attack: perf subj act 3rd sgὑποθήκηsuggestion: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 υποθηκη
ἥ1) наставление, назидание, советἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας Her. — он последовал советам Креза2) заклад, залогτοῖς δανεισταῖς τὰς ὑποθήκας παρέχειν Dem. — вносить заимодавцам залог;
ὑποθήκης γενομένης τῆς τιμῆς τινος Arst. — при внесении залога в размере стоимости чего-л. -
3 υποθήκη
η1) залог, заклад; ипотека;αποσβήνω ( — или εξαλείφω, αίρω) την υποθήκη — выкупать залог;
εγγράφω υποθήκη — закладывать (что-л.);
βάζω υποθήκη — отдавать в залог;
δάνειο επί υποθήκη — ипотечный заём;
2) завет; наказ;οι υποθήκες τού Λένιν — заветы Ленина
-
4 ὑποθήκη
Βλ. λ. υποθήκη -
5 ὑποθήκῃ
Βλ. λ. υποθήκη -
6 ὑποθήκη
A suggestion, counsel, warning, Hdt.1.156, 206, al.; ποιέειν τὰς Κροίσου ὑποθήκας ib. 211; ;κατὰ τὴν Βίαντος ὑ. Arist.Rh. 1389b23
, cf. 1368a2 (pl.); applied to didactic poems, such as Hesiod's, Isoc.2.3,43, Phld.Po.5.27, Hierocl. in CA Praef.p.417M.; instructions, Cic.Att.2.17.3;ὑ. ἄνευ νόμων Ruf.
ap.Orib.inc.20.19; οὐ κατ' ἰατρικάς ἐστιν ὑ. is not a matter for medical advice, Sor.1.126;ὑποθήκας διδόναι Gal.6.307
; ποιήσασθαι ib.405.II pledge, deposit, mortgage, D.34.50, Arist.Oec. 1348b21, Supp.Epigr.1.366.39 (Samos, iii B. C.), PCair.Zen.504.4 (iii B. C.), PEnteux.15.4 (iii B. C.), etc.;συγγραφὴ -θήκης PRein.18.11
(ii B. C.); ἐπὶ ὑποθήκαις upon securities given, SIG742.39, cf. 51 (Ephesus, i B. C.), al.; ὑ. ἔγγαιοι mortgages on land, Test.Epict.5.6; also ἐν ὑποθήκῃ on deposit, PGrenf.2.17.3 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποθήκη
-
7 υποθήκη
[ипотики] ουσ. в. залог недвижимого имущества,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποθήκη
-
8 υποθήκη
[ипотики] ουσ θ залог недвижимого имущества. -
9 ὑποθήκη
-
10 υποθήκη
hypothèque -
11 υποθήκη
hipoteka (f) rzecz. -
12 υποθήκη
hypotéka -
13 υποθήκη
mortgageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υποθήκη
-
14 hypothèque
υποθήκη -
15 hypotéka
υποθήκη -
16 hipoteka
υποθήκη -
17 залог
залог Iм1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:\залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.залог IIм грам. ἡ φωνή:действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή. -
18 υποθήκας
ὑποθήκᾱς, ὑποθήκηsuggestion: fem acc plὑποθήκᾱς, ὑποθήκηsuggestion: fem gen sg (doric aeolic) -
19 ὑποθήκας
ὑποθήκᾱς, ὑποθήκηsuggestion: fem acc plὑποθήκᾱς, ὑποθήκηsuggestion: fem gen sg (doric aeolic) -
20 υποθήκηι
ὑ̱ποθήκῃ, ὑποθέωmake a secret attack: perf subj act 3rd sgὑποθήκῃ, ὑποθήκηsuggestion: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek
υποθήκη — η 1. συμβουλή, προτροπή: Οι υποθήκες του Ισοκράτη. 2. (νομ.), δικαίωμα που παραχωρεί στο δανειστή ο οφειλέτης πάνω σε δικά του ακίνητα κτήματα, για να εξασφαλίσει ο δανειστής την απαίτησή του, και το οποίο (δικαίωμα) βεβαιώνεται με εγγραφή στο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποθήκη — ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 1st sg ὑποθήκη suggestion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήκῃ — ὑ̱ποθήκῃ , ὑποθέω make a secret attack perf subj act 3rd sg ὑποθήκη suggestion fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθηκῶν — ὑποθήκη suggestion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθῆκαι — ὑποθήκη suggestion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθήκαις — ὑποθήκη suggestion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Delta Upsilon — ΔΥ Founded November 4, 1834 (1834 11 04) … Wikipedia
ενυπόθηκος — η, ο (Μ ἐνυπόθηκος, η, ον) νεοελλ. (για ακίνητο) αυτός που έχει επιβαρυνθεί με υποθήκη, υποθηκευμένος («ενυπόθηκο κτήμα») μσν. 1. (για δανειστή) αυτός που δέχεται υποθήκη («ἐνυπόθηκος [ενν. δανειστής] ὅστις ἔλαβεν ύποθήκην ἤ οἶκον ἤ κτῆμα»,… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
υποθηκάριος — ία, ον, Μ αυτός που ανήκει σε υποθήκη. επίρρ... ὑποθηκαρίως Μ σχετικά με υποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] … Dictionary of Greek