Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ὑποθήκῃ

См. также в других словарях:

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • υποθήκη — η 1. συμβουλή, προτροπή: Οι υποθήκες του Ισοκράτη. 2. (νομ.), δικαίωμα που παραχωρεί στο δανειστή ο οφειλέτης πάνω σε δικά του ακίνητα κτήματα, για να εξασφαλίσει ο δανειστής την απαίτησή του, και το οποίο (δικαίωμα) βεβαιώνεται με εγγραφή στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθήκη — ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 1st sg ὑποθήκη suggestion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθήκῃ — ὑ̱ποθήκῃ , ὑποθέω make a secret attack perf subj act 3rd sg ὑποθήκη suggestion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκῶν — ὑποθήκη suggestion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθῆκαι — ὑποθήκη suggestion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθήκαις — ὑποθήκη suggestion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delta Upsilon — ΔΥ Founded November 4, 1834 (1834 11 04) …   Wikipedia

  • ενυπόθηκος — η, ο (Μ ἐνυπόθηκος, η, ον) νεοελλ. (για ακίνητο) αυτός που έχει επιβαρυνθεί με υποθήκη, υποθηκευμένος («ενυπόθηκο κτήμα») μσν. 1. (για δανειστή) αυτός που δέχεται υποθήκη («ἐνυπόθηκος [ενν. δανειστής] ὅστις ἔλαβεν ύποθήκην ἤ οἶκον ἤ κτῆμα»,… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκάριος — ία, ον, Μ αυτός που ανήκει σε υποθήκη. επίρρ... ὑποθηκαρίως Μ σχετικά με υποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»